- καταπύκνῳ
- κατάπυκνοςthickmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταπυκνώ — καταπυκνῶ, όω (Α) βλ. καταπυκνώνω … Dictionary of Greek
αυξάνω — και αυξαίνω και αξαίνω και αύξω (AM αὐξάνω και αὔξω, Μ και αὐξαίνω και ἀξαίνω) 1. (μτβ.) μεγαλώνω κάτι, το κάνω περισσότερο από όσο ήταν, το πολλαπλασιάζω 2. (αμτβ. με σημ. μέσ.) γίνομαι περισσότερος ή μεγαλύτερος, πληθαίνω, πολλαπλασιάζομαι αρχ … Dictionary of Greek
καταπυκνώνω — (AM καταπυκνῶ, όω) πυκνώνω, συμπυκνώνω αρχ. 1. (με αιτ. ή δοτ.) γεμίζω κάτι τελείως με κάποιο πράγμα 2. περιορίζω σε μικρή περιοχή, συμπτύσσω, συμπιέζω 3. μουσ. συμπληρώνω τα διαστήματα μουσικής κλίμακας 4. παθ. καταπυκνοῡμαι, όομαι α) είμαι… … Dictionary of Greek
καταπύκνωση — η (Α καταπύκνωσις) [καταπυκνώ] συμπύκνωση αρχ. συντόμευση τών διαστημάτων τής μουσικής κλίμακας … Dictionary of Greek
προσκαταπυκνώ — όω, Α 1. καθιστώ κάτι πυκνότερο ή στερεότερο 2. καθιστώ κάτι πιο βέβαιο, πιο σίγουρο, διασφαλίζω («προσκαταπυκνῶ τὴν εὔνοιαν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + καταπυκνῶ «γεμίζω πολύ, συμπυκνώνω»] … Dictionary of Greek